ψιθυρίζεται

ψιθυρίζεται
ψιθυρίζεται (ως απρόσ.)

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ψιθυρίζεται — ψιθυρίζω whisper pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψιθυριστός — ή, ό, Ν [ψιθυρίζω] 1. αυτός που ψιθυρίζεται, που λέγεται χαμηλόφωνα 2. μτφ. (για φήμη ή γνώμη ή ιδέα) αυτός που διαδίδεται αφανώς, χωρίς να γίνεται άμεσα αντιληπτός. επίρρ... ψιθυριστά Ν χαμηλόφωνα, μουρμουριστά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”